- συναμφοτέρως
- Αεπίρρ. βλ. συναμφότερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναμφοτέρως — συναμφότεροι both together adverbial συναμφότεροι both together masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμφότερος — έρα, ον, ΜΑ 1. συν. στον πληθ. συναμφότεροι, αι, α και οι δύο μαζί (α. «τί πωλεῑς σαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα;», Ανθ. Παλ. β. «συναμφοτέρους μοῑρα λάβοι θανάτου», Θέογν.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ συναμφότερον, τὰ συναμφότερα α)… … Dictionary of Greek